Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] … Dictionary of Greek
κιτταβίζω — (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω … Dictionary of Greek